Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας https://on-the-road.club/ 

To portal που θα σας ταξιδεύειTo portal που θα σας ταξιδεύειΤο ταξιδιωτικό μας πόρταλ με τα αλλεπάλληλα αφιερώματα σε προορισμούς με αιτία: Εκδηλώσεις, παραστάσεις, επικαιρότητα, προτάσεις για τοπικά προϊόντα κ.α. Η φαινομενικά μόνιμη κατά τόπους ενημερωτική ύλη, θα εμπλουτίζεται και θα αναθεωρείται...

 

https://souvlaki.top/

Όχι ένας ακόμη τηλεφωνικός κατάλογος. Αρκετά!

To απόλυτο portal για deliveryTo απόλυτο portal για deliveryΗ σελίδα που θα επιλέγει και θα σας προτείνει τα καλύτερα μαγαζιά. Με προτάσεις για καταναλωτές και επαγγελματίες. Για να βελτιώνουν τα προϊόντα τους κι ο καταναλωτής να τρώει σωστά. Σουβλάκι είναι το βασικό- έλληνες είμαστε, αλλά δεν θα αδιαφορήσουμε και προς τα άλλα προϊόντα που παραγγέλνετε σπίτι!

Η περίοδος της Κατοχής στην Ελλάδα και ο χειρότερος λιμός της χώρας

Η γερμανική κατοχή κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια (Απρίλιος ’41- Οκτώβριος ’44). Ως επίσημη λήξη της μαύρης αυτής περιόδου θεωρείται η 12η Οκτωβρίου του 1944, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα. Η Πείνα της Κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944) ήταν μεγάλος λιμός κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα και υπήρξε το αποτέλεσμα κυρίως των αυθαιρεσιών των κατακτητών εις βάρος της χώρας. Τα περισσότερα θύματα ήταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Ιδιαίτερα ο πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941-1942 υπήρξε ο πιο πολύνεκρος. Στην Αθήνα και τον Πειραιά υπολογίζεται ότι οι νεκροί από τον λιμό ξεπέρασαν τους 40.000. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία (Τριπλή Κατοχή της Ελλάδας) προχώρησαν σε συστηματική καταλήστευση των κατεχόμενων χωρών, καθώς τις θεωρούσαν πηγή πρώτων υλών, τροφίμων και εργατικού δυναμικού. Η Ελλάδα βίωσε ιδιαίτερα έντονα την άμετρη δραστηριότητα των κατακτητών με αποτέλεσμα να υποστηριχθεί αργότερα από τον ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ ότι βίωσε τον χειρότερο λιμό από τους αρχαίους χρόνους.

Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου λίγες ημέρες αφού είχε υπογράψει την συνθηκολόγηση της χώρας κατά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν φυσικά αδύνατο να αμβλύνει τις συνέπειες της κατοχικής πραγματικότητας, του υπερπληθωρισμού και των ανεξέλεγκτων επιτάξεων. Χαρακτηριστικά, τα υπέρογκα έξοδα που υποτίθεται ότι όφειλε η Ελλάδα προς τους κατακτητές υπήρξαν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν της κατεχόμενης Ευρώπης, φτάνοντας στο 113,7% του Εθνικού Εισοδήματος της χώρας. Επίσης η επιδρομή στα συναλλαγματικά αποθέματα των τραπεζών κατάφερε και αυτή καίρια πλήγματα στα οικονομικά μεγέθη. Κατά παράβαση των κανόνων περί επιτάξεων σε κατεχόμενη χώρα, σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Χάγης του 1907, οι γερμανικές και οι ιταλικές κατοχικές αρχές αντιμετώπισαν τα περισσότερα προϊόντα ως λάφυρα πολέμου. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Γκέρινγκ: "Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι οι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα. Αφήστε τους να πεθάνουν εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός."

Οι παραδοσιακά εύφορες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που παρείχαν την πλειοψηφία των τροφίμων σε ολόκληρη την χώρα προπολεμικά, είχαν βρεθεί υπό βουλγαρική κατοχή. Οι βουλγαρικές αρχές δεν είχαν καμία διάθεση να διοχετεύσουν την παραγωγή προς την υπόλοιπη χώρα, αλλά πλέον τη μετέφεραν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Τον Σεπτέμβριο του 1941, και ενώ τα πρώτα σημάδια του λιμού διαφαίνονταν, η κυβέρνηση του Γ΄ Ράιχ δήλωνε: "Είναι πολύ πιο επείγον να στηρίξουμε με τρόφιμα το Βέλγιο και ίσως την Ολλανδία και τη Νορβηγία, υπό το πρίσμα των στρατιωτικών μας προσπαθειών, από το να στηρίξουμε την Ελλάδα." Εκτός από τον απάνθρωπο χαρακτήρα των κατοχικών αρχών, μεγάλο μέρος ευθύνης φέρει και η αγγλική κυβέρνηση για την ανθρωπιστική καταστροφή στην Ελλάδα, με την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού. Η απόφαση αυτή στέρησε τον ανεφοδιασμό της Ελλάδας με βασικά είδη διατροφής. Επιπρόσθετα, την κατάσταση επιδείνωσε ο ιδιαίτερα ψυχρός πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941-1942.

Ο λιμός έπληξε κυρίως τις μεγάλες πόλεις της χώρας: Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, αλλά και τη νησιωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Μύκονο, τη Σύρο και τη Χίο. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπήρξαν τα πιο ευάλωτα, ενώ στις λίστες των θανάτων μεγάλο τμήμα ήταν άνεργοι αλλά και οι εργάτες, οι συνταξιούχοι και οι υπάλληλοι καθώς το χρήμα έχανε ραγδαία την αξία του. 

 

Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους στρατιώτες του αλβανικού μετώπου. Οι τραυματίες και ασθενείς είχαν αφεθεί στα νοσοκομεία χωρίς μέριμνα και οι υγιείς στρατιώτες από την επαρχία δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και γίνονταν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά. Οι πρόσφυγες του 1922, που ήταν εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα, δοκιμάστηκαν σκληρά καθώς λίγα έτη από την άφιξή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, διέμεναν σε παραπήγματα στις προσφυγικές γειτονιές των πόλεων. Με την οικονομική κρίση, πολλοί πρόσφυγες εργάτες σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες έμειναν χωρίς εργασία και εισόδημα. Επιπλέον πολλοί δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν.

Οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με την εικόνα του θανάτου στους δρόμους. Στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, περιγράφει την πρωτεύουσα της χώρας:

"Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί."

Ο αριθμός των θανάτων τον χειμώνα του 1941-1942 εκτοξεύτηκε: ο μέσος όρος θανάτων τον Νοέμβριο του 1941 τετραπλασιάστηκε από τον αντίστοιχο της περιόδου 1931-1940, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου εξαπλασιάστηκε. Φυσικά η έκταση της ανθρωπιστικής καταστροφής είναι ακόμη πιο δραματική, καθώς ένας μεγάλος αριθμός θανάτων δεν αναφέρονταν στις τότε αρχές. Πολλοί θάνατοι δεν αναφέρονταν σκόπιμα, προκειμένου τα κουπόνια διατροφής που χρησιμοποιούσαν για τα συσσίτια να χρησιμοποιηθούν κυρίως από συγγενείς τους. Με το ένστικτο της επιβίωσης ιδιαίτερα έντονο, ο κόσμος άρχισε να εφευρίσκει ασυνήθιστες διατροφικές μεθόδους, έτσι συνώνυμο της κατοχικής πείνας γίνονται η μπομπότα (καλαμποκάλευρο) και το κουκουτσάλευρο. Παρατηρήθηκαν περιπτώσεις βρώσης σκαντζόχοιρων, μουλαριών και χελωνών κ.α.

Τυχεροί μπορούν να θεωρηθούν όσοι ζούσαν σε μέρη όπου υπήρχε παραγωγική, αγροτική και κτηνοτροφική, δραστηριότητα, όσο επέτρεπαν οι κατοχικές συνθήκες. Έτσι στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο δεν σημειώθηκε εκτόξευση του αριθμού των θανάτων από λιμό, παρά μόνο όταν ξεκίνησαν στην περιοχή οι μαζικές εκκαθαρίσεις και εμπρησμοί, το 1943.

Λόγω των ακραίων καταστάσεων που βίωσε ο άμαχος πληθυσμός από την έλλειψη τροφής, ακόμη και σήμερα στην καθομιλουμένη γλώσσα ο όρος Κατοχή τείνει να είναι συνώνυμος με την πείνα και την εξαθλίωση.